ιου

ιου
    ἰού
    interj.
    1) (возглас сожаления, грусти или недоумения) увы!, ах!, о!
    

ἰ. ἰ., δύστηνος! Soph. — о, я несчастный!;

    ἰ. ἰ., ὦ Καλλίκλεις, ὡς πανοῦργος εἶ! Plat. — ну и хитер же ты, Калликл!;
    ἰ. τῆς ἀσβόλου! Arph. — ух, сколько копоти!

    2) (возглас радости) о!, ура!
    

ἰ. ἰ., κινδυνεύομέν τι ἔχειν ἴχνος! Plat. — ура, мы, кажется, напали на след!


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ιου" в других словарях:

  • ἰού — hallo! indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιού — Βλ. λ. Ιηού. * * * ἰού και ἰοῡ (Α) (σχετλιαστ. επιφών. συν. επαναλαμβανόμενο) 1. κραυγή λύπης, αλίμονο, οίμοι* («ἰοὺ ἰοὺ βοᾱν κεκραγέναι», Αριστοφ.) 2. κραυγή εκπλήξεως ή θαυμασμού («ἰού ἰοὺ ὡς πανοῡργος εἶ», Πλάτ.) 3. κραυγή χαράς («ἰοὺ ἰού,… …   Dictionary of Greek

  • ἰοῦ — ἰ̱οῦ , ἰάομαι j imperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic) ἰάομαι j pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic) ἰ̱οῦ , ἰόομαι become imperf ind mp 2nd sg ἰόομαι become pres imperat mp 2nd sg ἰόομαι become imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) ἰός 1… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰοῦ — Ἰώ the moon fem acc dual Ἰώ the moon fem nom/voc/acc dual Ἰώ the moon fem voc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴου — Ἴης masc gen sg Ἴος fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴου — ἴον violet neut gen sg ἴ̱ου , ἰόω become imperf ind act 3rd sg ἰόω become pres imperat act 2nd sg ἰόω become imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ίου — Το Αμοιροδάκειο Mέγαρο, στο οποίο στεγάζεται η αρχαιολογική συλλογή της Ίου, είναι από τα λιγοστά νεοκλασικά κτίρια της Xώρας. Xτίστηκε στις αρχές του 20ού αι., από την οικογένεια Aμοιραδάκη, που είχε αναπτύξει εμπορικές δραστηριότητες στην… …   Dictionary of Greek

  • αργού ιού, νόσος του- — Ομάδα ασθενειών, που εκδηλώνεται μετά από μήνες ή και χρόνια από την προσβολή από έναν ιό …   Dictionary of Greek

  • πλύνιον — ίου, τὸ, Α [πλυνός] υποκορ. τού πλυνός …   Dictionary of Greek

  • στλεγγίδιον — ίου, τὸ, Α [στλεγγίς, ίδος] υποκορ. μικρή στλεγγίδα …   Dictionary of Greek

  • Ἰούστου — Ἰού̱στου , Ἰοῦστος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»